ταρῑχηρός

ταρῑχηρός

ταρῑχηρός, zum τάριχος gehörig, ἀγγεῖον, ein Faß dazu, Arist. H. A. 4, 8; eingesalzen, eingepökelt, eingemacht, Ath. III, 119 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταριχηρός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηρός — και συντετμημένος τ. ταρχηρός, ά, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παστά εδώδιμα 2. (ιδίως για σκεύος) κατάλληλος για την εναπόθεση παστών τροφίμων 3. (για τρόφιμα) παστωμένος 4. παλαιός («ταριχηρὸν οὖρον», πάπ.) 5. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

  • ταριχηρά — ταριχηρός of neut nom/voc/acc pl ταριχηρά̱ , ταριχηρός of fem nom/voc/acc dual ταριχηρά̱ , ταριχηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηρῶν — ταριχηρός of fem gen pl ταριχηρός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηρόν — ταριχηρός of masc acc sg ταριχηρός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηραῖς — ταριχηρός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηραί — ταριχηρός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηροῖς — ταριχηρός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηροί — ταριχηρός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηροῦ — ταριχηρός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηρᾶς — ταριχηρός of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”