ταρῑχεῖον, τό, ion. ταρῑχήϊον, der Ort, wo man einpökelt, einbalsamirt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταριχείον — και ταριχήϊον, τό, Α [ταριχεύω] εργαστήριο ή χώρος για πάστωμα ψαριών ή για ταρίχευση νεκρών … Dictionary of Greek
ταριχείων — ταριχεῖον pickle factory neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)