- ταρβής
ταρβής, ές, = ταρβαλέος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταρβής, ές, = ταρβαλέος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριταρβής — ἐριταρβής, ές (Α) αυτός που φοβάται υπερβολικά, ο πολύ δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. α ταρβής, βαρυ ταρβής)] … Dictionary of Greek
πανταρβής — ές, Α αυτός που φοβάται τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), πρβλ. πολυ ταρβής] … Dictionary of Greek
πολυταρβής — ές, ΜΑ πάρα πολύ φοβισμένος, τρομαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), πρβλ. βαρυ ταρβής] … Dictionary of Greek