- ταράκτωρ
ταράκτωρ, ορος, ὁ, poet. statt ταράκτης, πόλεως Aesch. Spt. 554.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταράκτωρ, ορος, ὁ, poet. statt ταράκτης, πόλεως Aesch. Spt. 554.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταράκτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ταράκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταράσσω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
ταράκτορα — τάρακτρον tool for stirring with masc acc sg ταράκτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)