ταραξί-πολις

ταραξί-πολις

ταραξί-πολις, εως u. ιδος, ὁ, ἡ, die Stadt, den Staat verwirrend, Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταφλεξίπολις — καταφλεξίπολις, ό, ἡ (Α) μτφ. (για εταίρα) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ., τού τύπου τερ ψίμβροτος < θ. καταφλεξ (πρβλ. κατα φλέξ ω, μέλλ. τού καταφλέγω) + πολις, ὁ, ἡ… …   Dictionary of Greek

  • ρυσίπολις — και ποιητ. τ. ῥυσίπτολις, εως, ὁ, ἡ, Α (συν. ως προσωνυμία τής Αθηνάς αλλά και τού Νεοπτολέμου) υπερασπιστής, σωτήρας τής πόλης («ῥυσίπολις γενοῡ Παλλάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω»… …   Dictionary of Greek

  • σωσίπολις — θεός της αρχαίας Ήλιδας που λατρευόταν στο ναό της Ειλειθυίας, στην Ολυμπία. Όταν οι Αρκάδες είχαν επιδράμει στην Ήλι, εμφανίστηκε, κατά το μύθο, μια γριά που θήλαζε νήπιο και το απόθεσε ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα. Το βρέφος μεταμορφώθηκε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”