ταραξι-κάρδιος

ταραξι-κάρδιος

ταραξι-κάρδιος, das Herz beunruhigend, Ar. Ach. 296.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυκοκάρδιος — λυκοκάρδιος, ον (Μ) αυτός που έχει καρδιά σαν τού λύκου, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, ταραξι κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • σπαραξικάρδιος — α, ο, Ν 1. αυτός που σπαράζει την καρδιά, πολύ οδυνηρός («σπαραξικάρδιος θρήνος») 2. ειρων. προσποιητά θλιβερός, προσποιητά οδυνηρός («πολύ σπαραξικάρδια είναι αυτά που λές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάραξις «σπασμός» + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι …   Dictionary of Greek

  • ταλακάρδιος — ον, Α 1. μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος 2. ταλαίπωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι κάρδιος (για τον σχηματισμό τού τ. βλ. και λ. ταλάφρων)] …   Dictionary of Greek

  • τλησικάρδιος — ον, Α 1. σκληρόκαρδος («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ ἐπιχαρῇ;», Αισχύλ.) 2. υπομονητικός, καρτερικός. επίρρ... τλησικαρδίως Α καρτερικά, υπομονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη σι (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”