- ταρβόσυνος
ταρβόσυνος, erschrocken, furchtsam, φόβος, Aesch. Spt. 222.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταρβόσυνος, erschrocken, furchtsam, φόβος, Aesch. Spt. 222.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταρβόσυνος — ύνη, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός, τρομακτικός 2. αυτός που κατέχεται από φόβο, ο φοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. ταρβοσύνη (πρβλ. γηθοσύνη: γηθόσυνος)] … Dictionary of Greek
ταρβοσύνη — ταρβόσυνος affrighted fem nom/voc sg (attic epic ionic) ταρβοσύνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβοσύνην — ταρβόσυνος affrighted fem acc sg (attic epic ionic) ταρβοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβοσύνῃ — ταρβόσυνος affrighted fem dat sg (attic epic ionic) ταρβοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβοσύνῳ — ταρβόσυνος affrighted masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)