ταρχηρός

ταρχηρός

ταρχηρός, = ταριχηρός, Soph. frg. 531.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταρχηρός — ά, όν, Α (συντετμημένος τ.) βλ. ταριχηρός …   Dictionary of Greek

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • ταριχηρός — και συντετμημένος τ. ταρχηρός, ά, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παστά εδώδιμα 2. (ιδίως για σκεύος) κατάλληλος για την εναπόθεση παστών τροφίμων 3. (για τρόφιμα) παστωμένος 4. παλαιός («ταριχηρὸν οὖρον», πάπ.) 5. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”