ταρφειός — ά, όν, Α (επικ. τ.) ταρφύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τάρφος] … Dictionary of Greek
ταρφειά — ταρφειός neut nom/voc/acc pl ταρφειά̱ , ταρφειός fem nom/voc/acc dual ταρφειά̱ , ταρφειός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρφειόν — ταρφειός masc acc sg ταρφειός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρφειαί — ταρφειός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρφειῆς — ταρφειός fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TARPHA — Steph. urbs Locorum Epicnemidiorum iuxta Phrygas. Homer. in Catal. Nomen habet a Tarphe propinquo fonte, sive ab atborum densitate: Ταρφειὸς enim Graecis densus dicitur … Hofmann J. Lexicon universale
τάρφος — εος και ους, τὸ, Α (ποιητ. τ.) πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το σιγμόληκτο ουδ. τάρφος, που μαρτυρείται στον πληθ. τάρφεα, τάρφεσι, όσο και το επίθ. ταρφύς (πρβλ. κρατύς: κράτος, ταχύς: τάχος) είναι αρχαϊκοί τ. που ανάγονται στη συνεσταλμένη… … Dictionary of Greek
ταρφειάς — ταρφειά̱ς , ταρφειός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)