ταρφειός

ταρφειός

ταρφειός, = ταρφός, Hom. nur in der Il. u. nur im fem. plur., ταρφειαὶ νιφάδες, κόρυϑες, 12, 158. 19, 357. 359, was, mit leichter Aenderung ταρφεῖαι geschrieben, in Uebereinstimmung mit ταρφέες gebracht u. von ταρφύς abgeleitet werden könnte; vgl. ϑαμειός u. ϑαμέες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταρφειός — ά, όν, Α (επικ. τ.) ταρφύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τάρφος] …   Dictionary of Greek

  • ταρφειά — ταρφειός neut nom/voc/acc pl ταρφειά̱ , ταρφειός fem nom/voc/acc dual ταρφειά̱ , ταρφειός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρφειόν — ταρφειός masc acc sg ταρφειός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρφειαί — ταρφειός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρφειῆς — ταρφειός fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TARPHA — Steph. urbs Locorum Epicnemidiorum iuxta Phrygas. Homer. in Catal. Nomen habet a Tarphe propinquo fonte, sive ab atborum densitate: Ταρφειὸς enim Graecis densus dicitur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τάρφος — εος και ους, τὸ, Α (ποιητ. τ.) πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το σιγμόληκτο ουδ. τάρφος, που μαρτυρείται στον πληθ. τάρφεα, τάρφεσι, όσο και το επίθ. ταρφύς (πρβλ. κρατύς: κράτος, ταχύς: τάχος) είναι αρχαϊκοί τ. που ανάγονται στη συνεσταλμένη… …   Dictionary of Greek

  • ταρφειάς — ταρφειά̱ς , ταρφειός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”