ταρτάρειος

ταρτάρειος

ταρτάρειος, den Tartarus betreffend, grausig; φόβος Eur. Herc. Fur. 907; χάσμα Luc. Philops. 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ταρτάρειος — Tartarean masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρτάρειος — α, ο / ταρτάρειος, εῑα, ον, ΝΜΑ, και ταρτάριος, ία, ον, ΜΑ, και ταρτάρεος, έα, ον, Α [Τάρταρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάρταρο 2. (κατ επέκτ.) θεοσκότεινος, ζοφερός, τρομερός μσν. ως κύριο όν. Ταρτάριος και Ταρτάρειος (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • Ταρτάρειον — Ταρτάρειος Tartarean masc acc sg Ταρτάρειος Tartarean neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρταρείαις — Ταρτάρειος Tartarean fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρταρείας — Ταρταρείᾱς , Ταρτάρειος Tartarean fem acc pl Ταρταρείᾱς , Ταρτάρειος Tartarean fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρτάρεος — έα, ον, Α βλ. ταρτάρειος …   Dictionary of Greek

  • ταρτάριος — ία, ον, ΜΑ βλ. ταρτάρειος …   Dictionary of Greek

  • ταρταραίος — αία, ον, Α ταρτάρειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάρταρος + κατάλ. αῖος (πρβλ. πηγ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • ταρταρόεις — εσσα, εν, Α ταρτάρειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάρταρος + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • ՏԱՐՏԱՐՈՍԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0859 Chronological Sequence: Unknown date, 12c ա. ταρτάρειος tartareus. Որ ինչ անկ է տարտարոսի. դժոխային. անդնդային. *Տարտարոսական վհին: Զմեզ ʼի ստորին եւ ʼի տարտարոսական եգիպտոսէ ʼի վեր կորզեաց. Սարկ. քհ.: *Դեւք տարտարոսականք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”