- ταρταρίζω
ταρταρίζω, vor Kälte zittern; Plut. de prim. frig. 9; Schol. Il. 3, 404.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταρταρίζω, vor Kälte zittern; Plut. de prim. frig. 9; Schol. Il. 3, 404.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταρταρίζω — ΜΑ [Τάρταρος] τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω … Dictionary of Greek
Ταρταρίζειν — Ταρταρίζω quake with cold pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τουρτουρίζω — Ν [ταρταρίζω] τρέμω από το κρύο ή από φόβο … Dictionary of Greek