ταπείνωσις

ταπείνωσις

ταπείνωσις, , Erniedrigung, bes. Niedergeschlagenheit, Feigheit, auch das Demüthigen, die Demuth, Ggstz ὕψος, Plat. Legg. VII, 815 a; τῆς πόλεως, Pol. 9, 33, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταπείνωσις — lowering fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινώσει — ταπείνωσις lowering fem nom/voc/acc dual (attic epic) ταπεινώσεϊ , ταπείνωσις lowering fem dat sg (epic) ταπείνωσις lowering fem dat sg (attic ionic) ταπεινόω lower aor subj act 3rd sg (epic) ταπεινόω lower fut ind mid 2nd sg ταπεινόω lower fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινώσεις — ταπείνωσις lowering fem nom/voc pl (attic epic) ταπείνωσις lowering fem nom/acc pl (attic) ταπεινόω lower aor subj act 2nd sg (epic) ταπεινόω lower fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινώσεσι — ταπείνωσις lowering fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινώσεσιν — ταπείνωσις lowering fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπείνωσιν — ταπείνωσις lowering fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Христос во гробе — «Христос во гробе», мозаичная икона, Византия, к.13 нач.14 вв., Музей Метрополитен …   Википедия

  • смирение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. εἰρήνη) мир, примирение; (ταπείνωσις) огорчение,… …   Словарь церковнославянского языка

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • περιπεζία — ἡ, Α [περιπέζιος] (κατά τον Ησύχ.) «ταπείνωσις» …   Dictionary of Greek

  • ταπείνωση — η / ταπείνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ταπεινῶ, ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταπεινώνω, ηθική μείωση, εξευτελισμός μσν. αρχ. ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη αρχ. 1. ελάττωση ύψους 2. σμίκρυνση 3. ελάττωση οιδήματος 4. φαυλότητα ύφους 5. αστρολ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”