ταπεινό-φρων

ταπεινό-φρων

ταπεινό-φρων, ονος, niedrig gesinnt, niedergeschlagenes Sinnes, kleinmüthig, Plut. de fort. Alex. 2, 4. – Auch demüthig, N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κενεόφρων — κενεόφρων, ον (Α) αυτός που ματαιοφρονεί, ο ματαιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ε)ο (βλ. κεν[ο] ) + φρων (< φρήν, ενός «μυαλό, καρδιά»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν (πρβλ. κρατερό φρων, ταπεινό φρων)] …   Dictionary of Greek

  • χριστιανόφρων — ὁ, Μ ο πιστός τού χριστιανισμού, ο χριστιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ταπεινό φρων] …   Dictionary of Greek

  • μικρόφρων — μικρόφρων, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ταπεινό φρόνημα, ο μετριόφρων 2. μικροπρεπής, χαμερπής. επίρρ... μικροφρόνως (Α) με μικρόφρονα τρόπο, μικροπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”