τύλωμα

τύλωμα

τύλωμα, τό, Schwiele, Verhärtung. Auch die Fußsohle, VLL. wie Poll. 2, 198.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τύλωμα — sole neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλωμα — το, ΝΜΑ [τυλῶ, ώνω] το αποτέλεσμα τού τυλώνω, σκληρό εξόγκωμα τού δέρματος, συνήθως τών άκρων, τύλος νεοελλ. υπερπλήρωση, παραγέμισμα τής κοιλιάς με φαγητά αρχ. το πέλμα τού ποδιού …   Dictionary of Greek

  • τύλωμα — το, ατος 1. σκλήρωμα, σκληρό εξόγκωμα του δέρματος, κάλος, ρόζος. 2. υπερπλήρωση, παραγέμισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυλώματα — τύλωμα sole neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίαση — η (AM λιθίασις, εως Α ιων. γεν. ιος) [λιθιώ] νεοελλ. ιατρ. ο σχηματισμός λίθων σε διάφορα κοίλα όργανα τού σώματος μσν. αρχ. νόσος τής ουροδόχου κύστεως κατά την οποία σχηματίζεται πέτρα, με αποτέλεσμα την παρακώλυση τής έκκρισης ούρων αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • τυλόπους — ουν, Ν (λόγιος τ.) 1. (για ζώα) αυτός που έχει ογκώδες τύλωμα στο οπίσθιο άκρο τού πέλματός του 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τυλόποδα (ζωολ. παλαιοντ.) υπόταξη αρτιοδάκτυλων θηλαστικών, συγγενική με την υπόταξη μηρυκαστικά, με δακτυλοβάμονα είδη …   Dictionary of Greek

  • μηρυκαστικά — Θηλαστικά που αποτελούν τη σπουδαιότερη και πολυαριθμότερη υποτάξη της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Αν και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές μορφών και διαστάσεων, τα μ. έχουν κοινά προέχοντα χαρακτηριστικά, που αφορούν κυρίως το πεπτικό σύστημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”