- τύντλος
τύντλος, ὁ, der Koth, Schlamm, VLL. – Auch = τάραχος, Menand. bei Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τύντλος, ὁ, der Koth, Schlamm, VLL. – Auch = τάραχος, Menand. bei Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τύντλος — mud masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύντλος — ὁ, Α 1. βόρβορος, λάσπη 2. (κατά τον Φώτ.) α) «τύντλος γὰρ ὁ πηλώδης τόπος» β) «τύντλος... καὶ τάραχος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο τ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. τύρβη «ταραχή, θόρυβος» και ἄντλος «ακάθαρτο… … Dictionary of Greek
τύντλον — τύντλος mud masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυντλώδης — ῶδες, Α [τύντλος) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) λασπώδης 2. μτφ. (κατά τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τυντλώδης και ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλός» … Dictionary of Greek
τυντλάζω — Α [τύντλος] 1. α) βαδίζω ή πατώ στον πηλό, στη λάσπη β) εργάζομαι μέσα στη λάσπη 2. σκαλίζω κλήματα αμπέλου 3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ταράσσω» 4. μέσ. τυντλάζομαι μτφ. δεν ξέρω τί κάνω, παθαίνω σύγχυση, τά χάνω … Dictionary of Greek
tēu-, tǝu-, teu̯ǝ-, tu̯ō-, tū̆ - — tēu , tǝu , teu̯ǝ , tu̯ō , tū̆ English meaning: to swell; crowd, folk; fat; strong; boil, abscess Deutsche Übersetzung: ‘schwellen” Note: extended with bh, g, k, l, m, n, r, s, t Material: O.Ind. tavīti “is strong, hat Macht” … Proto-Indo-European etymological dictionary