- τύμπανος
τύμπανος, ὁ, = Vorigem, Diosc. 11 (VI, 220), zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τύμπανος, ὁ, = Vorigem, Diosc. 11 (VI, 220), zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τύμπανος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμπανος — ὁ, ΜΑ το τύμπανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. τύμπανον, με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
χαλκοτύμπανος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινα τύμπανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τύμπανος (< τύμπανον), πρβλ. φρεατο τύμπανος] … Dictionary of Greek
Άγραφα — I Γεωγραφική (2.600 τ. χλμ.) και ιστορική περιοχή, προέκταση της νότιας Πίνδου. Οι κάτοικοί της είναι σκορπισμένοι σε 126 χωριά (που τα περισσότερα δεν είναι συγκεντρωμένοι οικισμοί, αλλά διάσπαρτα σπίτια και καλύβες). Συνορεύει στα Β με τον νομό … Dictionary of Greek
τυμπάνοις — τύμπανον kettledrum neut dat pl τύμπανος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπάνοισι — τύμπανον kettledrum neut dat pl (epic ionic aeolic) τύμπανος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπάνου — τύμπανον kettledrum neut gen sg τύμπανος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπάνων — τύμπανον kettledrum neut gen pl τύμπανος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπάνῳ — τύμπανον kettledrum neut dat sg τύμπανος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμπαν' — τύμπανα , τύμπανον kettledrum neut nom/voc/acc pl τύμπανε , τύμπανος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμπανον — kettledrum neut nom/voc/acc sg τύμπανος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)