τύχη

τύχη

τύχη, , das, was den Menschen trifft, Schicksal, Fügung, sowohl glückliches als unglückliches Ereigniß, dah. übh. Glück, Unglück; H. h. 10, 5; Theogn.; oft Pind.: τύχᾳ ϑεῶν P. 8, 53; τύχᾳ δαίμονος Ol. 8, 67; ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ 14, 16; σὺν ϑεοῦ τύχᾳ N. 6, 25, u. sonst; πύργοις ἀπειλεῖ δείν', ἃ μὴ κραίνοι τύχη, Aesch. Spt. 408; ὡς ἕκαστος ἔσπασεν τύχης πάλον, Ag. 324; τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τύχην, Prom. 375, u. oft; auch allein, Glück, Spt. 454 Ch. 136; τέϑνηκ' Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης, Soph. El. 48, vgl. Ai. 480; πρὶν αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ τινί, Eur. Hec. 498; Her. 1, 119; auch im plur., u. oft ϑεία τύχη, göttliche Fügung, 3, 153; τύχη χρηστή, ἀγαϑή, 1, 119. – Oeffentliche Beschlüsse, Urkunden, Verträge u. dgl. pflegen mit der Formel ἀγαϑῇ τύχῃ eröffnet zu werden, quod felix faustumque sit, unser in Gottes Namen; Thuc. 4, 118; Xen. Cyr. 4, 5, 51 u. sonst; oft auf Inscr.; u. so τύχῃ ἀγαϑῇ ταῦτα ποιεῖτε Dem. 3, 18. – Im plur. Schicksale, Unglücksfälle, ταῖς σαῖς δὲ τύχαις, ἴσϑι, συναλγῶ, Aesch. Prom. 288, u. oft; selten vom Glück, Eum. 884; vgl. noch Eur. El. 301 Hel. 1157; Ar. Av. 1723; τύχαι καὶ συμφοραὶ παντοῖαι πίπτουσιν, Plat. Legg. IV, 709 a. – Ἀπὸ τύχης, von ungefähr, durch Zufall, Machon bei Ath. XIII, 580 b; vgl. Schäf. D. Hal. C. V. p. 146; auch κατὰ τύχην, Xen. Hell. 3, 4, 13. – S. auch nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Τύχη — act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύχη — act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τύχῃ — Τύχη act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύχῃ — τύχη act fem dat sg (attic epic ionic) τυγχάνω happen to be at aor subj mp 2nd sg τυγχάνω happen to be at aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα …   Dictionary of Greek

  • τύχη — η 1. σύμπτωση απρόοπτων γεγονότων: Πήρα αυτό το δρόμο στην τύχη. 2. καλοτυχία, ευτυχία: Είχα την τύχη ν αγοράσω αυτό το οικόπεδο. 3. κακοτυχία, ατυχία, δυστυχία: Είχε την τύχη να χάσει τα χρήματα και να χάσει και τη δουλειά του. 4. η μοίρα, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ μυθ. θεά… …   Dictionary of Greek

  • Γνώμη γὰρ οὐδέν ἐστιν, ἡ τύχη δὲ πᾶν. — γνώμη γὰρ οὐδέν ἐστιν, ἡ τύχη δὲ πᾶν. См. Не родись красив, а родись счастлив …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. — πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. См. Счастью не вовсе верь! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη. — τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη. См. Слепое счастие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀγαθῇ τύχῃ. — См. В добрый час молвить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”