- τόφος
τόφος, ὁ, eine lockere Steinart, Tuff.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τόφος, ὁ, eine lockere Steinart, Tuff.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τόφος — και τόφφος, ο, ΝΑ πορώδες και εύθρυπτο πέτρωμα νεοελλ. ιατρ. οζοειδές σύγκριμμα ουρικών αλάτων, εκδήλωση υπερφορτώσεως τών ιστών με ουρικό οξύ στους πάσχοντες από ουρική αρθρίτιδα («ουρικός τόφος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tofus «είδος λίθου») … Dictionary of Greek
τόφος — ο 1. πορώδες πέτρωμα μαλακό και ιζηματογενές. 2. σύμπηξη ασβεστούχων αλάτων στις αρθρώσεις των αρθριτικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόφφος — (ή ηφαιστειακός τόφφος). Πυροκλαστικό ίζημα, το οποίο προέρχεται από την απόθεση του υλικού που τινάζεται κατά τον παροξυσμό ενός ηφαιστείου. Διακρίνεται μια μεγάλη σειρά τ., η οποία οφείλεται στη διαφορετική φύση των ηφαιστειακών αναβλυσμάτων… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek