τόρμη

τόρμη

τόρμη, , = τόρμος 2, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τόρμη — ἡ, Α βλ. τόρμα …   Dictionary of Greek

  • τόρμα — και τόρμη, ἡ, Α 1. τροχιά άμαξας, το ίχνος που αφήνει ο τροχός στο έδαφος 2. άρθρωση συναρμογή («βουβῶνος ἐν τόρμαισι», Λυκόφρ) 3. (στην Κρήτη) περιοχή χώρας ή πόλης 4. (κατά τον Ησύχ.) «εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας [δρόμος]» …   Dictionary of Greek

  • TURMA — Varroni, l. 4. de L. L. terma est, quod terdeni Equites ex tribus Tribubus, Tatiensium, Ramnium et Lucerum fiebant; Scaligero ex Graeco τόρμη, Rotunditas, uti Cohors, quia cohortes villaticae rotundae, vide Iust. Lipsium, de Militia Rom. l. 2. c …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τορμάρχης — ὁ, Α άρχων τόρμης στην Κρήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρμη (στην Κρήτη) «περιοχή χώρας ή πόλης» + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • τόρμος — ο, ΝΑ κοίλωμα στο άκρο ενός ξύλινου ή μεταλλικού τεμαχίου μέσα στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει άλλο τεμάχιο έτσι ώστε τα δύο σώματα να συνδεθούν ισχυρά και να συμπεριφέρονται μηχανικά ως ενιαίο σώμα νεοελλ. μικρή προεξοχή μεταλλικού, ξύλινου ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”