τυμβίον

τυμβίον

τυμβίον, τό, dim. von τύμβος, s. Gramm. bei Schäf. zu Greg. Cor. p. 28.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τυμβίον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβίον — τὸ, Α [τύμβος] υποκορ. τού τύμβος …   Dictionary of Greek

  • τύμβιος — ία, ον, ΜΑ, και τ. θηλ. τυμβιάς, άδος Μ, και τ. θηλ. τύμβιος Α [τύμβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, επιτύμβιος, επιτάφιος αρχ. (για πρόσ.) θαμμένος («Κλεοπάτραν τύμβιον», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”