τυμβιάς, άδος, ἡ, bes. poet. fem. zu τύμβιος, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμβιάς — άδος, ἡ, Μ (ποιητ. τ.) βλ. τύμβιος … Dictionary of Greek
τύμβιος — ία, ον, ΜΑ, και τ. θηλ. τυμβιάς, άδος Μ, και τ. θηλ. τύμβιος Α [τύμβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, επιτύμβιος, επιτάφιος αρχ. (για πρόσ.) θαμμένος («Κλεοπάτραν τύμβιον», επιγρ.) … Dictionary of Greek