- τυμβό-χωστος
τυμβό-χωστος, zum Grabhügel aufgeschüttet, Soph. Ant. 841.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμβό-χωστος, zum Grabhügel aufgeschüttet, Soph. Ant. 841.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίχωστος — η, ο (Α ἡμίχωστος, ον) χωσμένος κατά το ήμισυ, μισοχωσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + χωστος (< χώννυ μι), πρβλ. πολύ χωστος, τυμβό χωστος] … Dictionary of Greek