- τυμβ-ωρύχος
τυμβ-ωρύχος, Gräber aufgrabend, in Gräber einbrechend, um sie zu plündern und die Todten zu berauben, Grabräuber, übh. ein Erzspitzbube; Ar. Ran. 1147; Luc. Iov. Trag. 52 Pisc. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμβ-ωρύχος, Gräber aufgrabend, in Gräber einbrechend, um sie zu plündern und die Todten zu berauben, Grabräuber, übh. ein Erzspitzbube; Ar. Ran. 1147; Luc. Iov. Trag. 52 Pisc. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ριζωρύχος — ὁ, Α (για σχολαστικούς γραμματικούς) αυτός που σκάβει για να βρει τις ρίζες τών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. μεταλλ ωρύχος, τυμβ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
οφθαλμωρύχος — ὀφθαλμωρύχος, ον (Α) αυτός που βγάζει τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + ωρύχος (< ὀρύσσω) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. τυμβ ωρύχος)] … Dictionary of Greek
φρεατωρύχος — ο, ΝΑ αυτός που σκάβει φρέατα, που ανοίγει πηγάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
φρεωρύχος — ο / φρεωρύχος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. αυτός που έχει ως επάγγελμα την ανόρυξη φρεάτων, φρεατωρύχος μσν. αρχ. φρεωρυχικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ριζωρυχώ — έω, Α σκάβω και βγάζω ρίζες για να τίς φάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ωρυχῶ (< ωρύχος < ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ ωρυχῶ] … Dictionary of Greek
υπωρυχία — ἡ, Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ὑπορύσσω* 2. (κατ* επέκτ.) υπόνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ωρυχία (< ωρυχος < ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ ωρυχία. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek