τυγάτριον, statt ϑυγάτριον, sagt der Seythe bei Ar. Thesm. 1184. 1210.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυγάτριον — τὸ, Α θυγάτριον* … Dictionary of Greek
καρίεντο — (Α) σκωπτικός βαρβαρισμός στον Αριστοφ., αντί χαρίεν («ὡς καρίεντό σοι τὸ τυγάτριον», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek