- τυμπάνιον
τυμπάνιον, τό, dim. von τύμπανον, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμπάνιον, τό, dim. von τύμπανον, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμπάνιον — a head dress neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανίοις — τυμπάνιον a head dress neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανίου — τυμπάνιον a head dress neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανίων — τυμπάνιον a head dress neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανίῳ — τυμπάνιον a head dress neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπάνια — τυμπάνιον a head dress neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπάνιο — το / τυμπάνιον, ΝΑ [τύμπανον] νεοελλ. μουσ. άλλη ονομασία τού τυμπάνου ορχήστρας (για κάλυμμα κεφαλής ή για κεφαλόδεσμο) υποκορ. τού τύμπανον* … Dictionary of Greek
τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου … Dictionary of Greek