τυμπανίας

τυμπανίας

τυμπανίας, , = τυμπανόεις od. τυμπανοειδής, einem Tympanon ähnlich, bes. ὕδρωψ oder ὕδερος τυμπανίας, Trommelwassersucht, wobei der Bauch wie eine Pauke angeschwellt und angespannt ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τυμπανίας — ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τυμπανίης Α φρ. «τυμπανίας ύδρωψ» είδος υδρωπικίας κατά την οποία πρήζεται η κοιλιά και τεντώνεται το δέρμα όπως το τύμπανο αρχ. αυτός που υποφέρει από την παραπάνω αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. ίας (πρβλ. ἀστερ… …   Dictionary of Greek

  • τυμπανίτης — ὁ, Α τυμπανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

  • τυμπανόεις — εσσα, εν, Α τυμπανοειδής («ὕδρωψ τυμπανόεις» ο τυμπανίας, Νίκ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”