- τυμπανιστής
τυμπανιστής, ὁ, der das Tympanon schlägt, Paukenschläger; Strab. XV.; Luc. Alex. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμπανιστής, ὁ, der das Tympanon schlägt, Paukenschläger; Strab. XV.; Luc. Alex. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμπανιστής — ο, θηλ. τυμπανίστρια, ΝΑ [τυμπανίζω] αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης νεοελλ. (ειδικά) στρατιώτης, μαθητής ή αθλητής που χτυπά το τύμπανο για να δίνει και να διατηρεί τον βηματισμό φάλαγγας σε πορεία, ιδίως κατά τις παρελάσεις, ή… … Dictionary of Greek
τυμπανιστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης, ο ταμπουρλιέρης. 2. στρατιώτης που χτυπά το τύμπανο σε βηματισμούς στρατιωτικών τμημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυμπανισταῖς — τυμπανιστής one who beats the masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανισταί — τυμπανιστής one who beats the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανιστριῶν — τυμπανιστής one who beats the fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανιστρίαις — τυμπανιστής one who beats the fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανιστήν — τυμπανιστής one who beats the masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανιστῶν — τυμπανιστής one who beats the masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανίστρια — τυμπανιστής one who beats the fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανίστριαι — τυμπανιστής one who beats the fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανίστριαν — τυμπανιστής one who beats the fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)