τυμπανόεις

τυμπανόεις

τυμπανόεις, εσσα, εν, = Vorigem, ὕδρωψ, Nic. Al. 342, s. τυμπανίας.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τυμπανόεις — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανόεις — εσσα, εν, Α τυμπανοειδής («ὕδρωψ τυμπανόεις» ο τυμπανίας, Νίκ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”