- τυχικός
τυχικός, vom Glück, vom Zufall herrührend, zufällig, σύμπτωμα, Pol. 9, 6, 5; τυχικῶς πως, 28, 7, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυχικός, vom Glück, vom Zufall herrührend, zufällig, σύμπτωμα, Pol. 9, 6, 5; τυχικῶς πως, 28, 7, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυχικός — casual masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχικός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαθητής και ακόλουθος του αποστόλου Παύλου (Πράξεις K’ 4, Προς Εφεσίους β’ 21, Προς Κολοσσαείς δ’ 7, Β’ Τιμοθέου δ’ 12, Προς Tiτον γ’ 12). Κατά την παράδοση έγινε επίσκοπος στον Κολοφώνα. Πολλές πηγές τον… … Dictionary of Greek
τυχικόν — τυχικός casual masc acc sg τυχικός casual neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Тихик — (Τύχικος случайный, благополучный) апостол из числа семидесяти, ученик апостола Павла, родом из Малой Азии (Деян. Апост., XX, 4). Апостол называет его возлюбленным братом и верным в Господе служителем и сотрудником (Колос. IV, 7; Ефес. VI, 21). Т … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
τυχικοῦ — τυχικός casual masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχικῆς — τυχικός casual fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχική — τυχικός casual fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχικῶς — τυχικός casual adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχικῷ — τυχικός casual masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)