- τυφλ-ώψ
τυφλ-ώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, 1) mit blindem Gesicht, blind, Arcad. 94. – 2) = τύφλινος, Nic. Th. 492; Ael. H. A. 8, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυφλ-ώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, 1) mit blindem Gesicht, blind, Arcad. 94. – 2) = τύφλινος, Nic. Th. 492; Ael. H. A. 8, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδρώσσω — ἱδρώσσω, αττ. τ. ἱδρώττω (Α) ιδρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, ώτος + κατάλ. ώσσω / ώττω (πρβλ. τυφλ ώττω, υπν ώττω)] … Dictionary of Greek
κελαινώψ — κελαινώψ, ὁ, ἡ (Α) κελαινώπας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ώψ (< ὤψ, ὠπός: «όψη»), πρβλ. τυφλ ώψ, φοβερ ώψ] … Dictionary of Greek
κικυμώττω — (Α) (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) δεν βλέπω καλά, έχω μειωμένη όραση, βλέπω σαν την κουκουβάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ. τού κικυμίς ή κίκνμος «κουκουβάγια» + επίθημα ώττω, χαρακτηριστικό ρημάτων που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. αμβλυ ώττω, τυφλ… … Dictionary of Greek
κωφίας — κωφίας, ὁ (Α) είδος φιδιού, πιθ. ο τυφλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωφός + κατάλ. ίας (πρβλ. τυφλ ίας)] … Dictionary of Greek
στρογγυλώψ — ῶπος, ὁ, Α αυτός που έχει στρογγυλά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγυλός + ώψ (< θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. τυφλ ώψ] … Dictionary of Greek