- τυφλίνης
τυφλίνης, ὁ, = Folgdm; Ael. H. A. 8, 13; οἱ τυφλίναι ὄφεις Arist. H. A. 6, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυφλίνης, ὁ, = Folgdm; Ael. H. A. 8, 13; οἱ τυφλίναι ὄφεις Arist. H. A. 6, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυφλίνης — (I) ὁ, Α (δ.τ.) βλ. τυφλίνος. (II) ὁ, Α βλ. τυφλίνος … Dictionary of Greek
τυφλίνος — ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Α ζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, τού Typhlops vermicularis, τού γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου τής οικογένειας τυφλωπίδες νεοελλ. λόγια ονομασία άποδης σαύρας,… … Dictionary of Greek