- τυφλό-πους
τυφλό-πους, ποδος, ὁ, ἡ, mit blindem, irrendem Fuße, Eur. Phoen. 1543.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυφλό-πους, ποδος, ὁ, ἡ, mit blindem, irrendem Fuße, Eur. Phoen. 1543.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek