τυραννίζω

τυραννίζω

τυραννίζω, es mit den Tyrannen, unbeschränkten Herrschern halten, Dem. 17, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τυραννίζω — ΜΑ [τύραννος] 1. τυραννώ, καταπιέζω, δυναστεύω 2. τηρώ ευμενή στάση προς τον τύραννο ή τους τυράννους («εἴποιεν οἱ τυραννίζοντες οὗτοι...», Δημοσθ.) 3. παθ. τυραννίζομαι είμαι υπό την τυραννία κάποιου …   Dictionary of Greek

  • τυραννιῶ — τυραννίζω take the part of tyrants fut ind act 1st sg (attic epic doric) τυραννιάω smack of tyranny pres imperat mp 2nd sg τυραννιάω smack of tyranny pres subj act 1st sg (attic epic ionic) τυραννιάω smack of tyranny pres ind act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίζεσθαι — τυραννίζω take the part of tyrants pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίζονται — τυραννίζω take the part of tyrants pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίζοντες — τυραννίζω take the part of tyrants pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίζοντος — τυραννίζω take the part of tyrants pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίσαντος — τυραννίζω take the part of tyrants aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβολίζομαι — (Μ) μακροβολώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μακροβολώ, κατά τα ρ. σε ίζω (πρβλ. τυραννῶ: τυραννίζω) βλ. και ακροβολίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • μιμίζομαι — (Μ) παριστάνω, απεικονίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα σχηματισμένο από τον αόρ. τού μιμοῦμαι κατά το σχήμα ἀπαντῶ: ἀπαντίζω, τυραννῶ: τυραννίζω] …   Dictionary of Greek

  • μυριοτυραννίζω — (Μ) 1. υποβάλλω σε πολλά βασανιστήρια 2. κάνω κάποιον να υποφέρει πάρα πολύ, κατατυραννώ 3. μέσ. μυριοτυραννίζομαι υποφέρω, βασανίζομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + τυραννίζω] …   Dictionary of Greek

  • τυράννισμα — και τυράγνισμα, το, Ν [τυραννίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυραννώ, τυραννία, τυράγνια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”