τυραννο-κτόνος

τυραννο-κτόνος

τυραννο-κτόνος, den Tyrannen mordend, Tyrannenmörder, Luc. de salt. 65 Tyrannic. 1 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θανατοκτόνος — θανατοκτόνος, ον (Α) αυτός που νικά τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. θηρο κτόνος, τυραννο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • θεοκτόνος — ο (AM θεοκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ή φόνευσε τον θεό («τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. θηριο κτόνος, τυραννο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • θηροκτόνος — θηροκτόνος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Ηρακλέους και τής Αρτέμιδος) αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα 2. φρ. «ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» στο κυνήγι, Ευριπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. αλληλο κτόνος, τυραννο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • κενταυροκτόνος — κενταυροκτόνος, ον (ΑΜ) αυτός που σκοτώνει τους κενταύρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, τυραννο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοκτόνος — κοσμοκτόνος, ὁ (Μ) ο αφανιστής τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, τυραννο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • χιμαροκτόνος — ον, Α χιμαιροφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα / χιμάρα + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. τυραννο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • τυραννοκτόνος — ο, η, ΝΜΑ 1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον ξίφος κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α. β. «τυραννοκτόνον πάθος», Φάλ.) 2. φονέας τυράννου 3. (το αρσ. στον πληθ.) οι τυραννοκτόνοι οι Αθηναίοι Αρμόδιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”