- τυραννό-φρων
τυραννό-φρων, ὁ, ἡ, tyrannisch gesinnt, tyrannisches Sinnes, Dio Chrysost.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυραννό-φρων, ὁ, ἡ, tyrannisch gesinnt, tyrannisches Sinnes, Dio Chrysost.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμόφρων — κοσμόφρων, ον (ΑM) αυτός που φροντίζει για τα γήινα, για τα πράγματα τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φρων, εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας φρεν (πρβλ. (φρέν ες), πρβλ. θεό φρων, τυραννό φρων] … Dictionary of Greek
κυνόφρων — κυνόφρων, ον (Α) αυτός που συμπεριφέρεται σαν σκύλος, αναίσχυντος, αδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + φρων (εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής λ. φρήν «νους, φρόνημα»), πρβλ. γυναικό φρων, τυραννό φρων] … Dictionary of Greek
χαρμόφρων — όνος, ὁ, ἡ, Α 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «δώτωρ ἐάων μεγάλως ὠφελῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πολεμό φρων, τυραννό φρων] … Dictionary of Greek