τρῡμαλιά

τρῡμαλιά

τρῡμαλιά, , = τρύμη, Loch; Sotad. bei Ath. XIII, 621 a; N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρυμαλιά — τρῡμαλιά̱ , τρυμαλιά hole fem nom/voc/acc dual τρῡμαλιά̱ , τρυμαλιά hole fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυμαλιᾷ — τρῡμαλιᾷ , τρυμαλιά hole fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυμαλιά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρυμαλιή Α (στην αρχ. με τη λ. ῥαφίς) η οπή τής βελόνας αρχ. οπή, τρύπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύμη / τρῦμα (για τον σχηματισμό τής λ. βλ. λ. αρμαλιά)] …   Dictionary of Greek

  • τρυμαλίτις — ίτιδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) προσωνυμία τής Αφροδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυμαλιά + κατάλ. ῖτις (πρβλ. αρεοπαγ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • τρύπημα — ήματος, το, ΝΜΑ [τρυπῶ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού τρυπώ, διάνοιξη οπής 2. τσίμπημα με αιχμηρό όργανο ή αντικείμενο, κεντηματιά («τρύπημα από αγκάθι») αρχ. 1. οπή, τρύπα 2. η οπή τής βελόνας, τρυμαλιά 3. (σχετικά με πλοίο) η κοιλότητα όπου… …   Dictionary of Greek

  • τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • ԳՈՄ — I. (գոս, գոյ, գոյր, գուցէ, գոլ, գոլով.) NBH 1 0568 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ὐπάρχω, εἱμί existo, sum Բայ էական պակասաւոր, եւ այն ստէպ վարի յերրորդ դէմս. Գտանիլ կամ լինել իրօք. որ եւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԾԱԿ — (ու, ուց, եւ ի, աց.) NBH 1 1001 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c գ. τρύπημα, τρυμαλιά, τρώγλη, ὁπή foramen, caverna. Ծերպ փոքրիկ. ճաղքուած. անցք. մուտ. ելք. պատուհան. խորշ. անձաւ. ... *Ծակ, ասղան, կամ վիմի, կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • τρυμαλιαῖς — τρῡμαλιαῖς , τρυμαλιά hole fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυμαλιαί — τρῡμαλιαί , τρυμαλιά hole fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυμαλιᾶς — τρῡμαλιᾶς , τρυμαλιά hole fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”