- τρῡχηρός
τρῡχηρός, zerlumpt, zersetzt, überhaupt abgerissen, abgenutzt, erschöpft; bes. von Kleidern u. vom menschlichen Leibe; Eur. Tr. 496, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην χρόα πέπλων λακίσματα; VLL, erkl. ῥακώδης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρῡχηρός, zerlumpt, zersetzt, überhaupt abgerissen, abgenutzt, erschöpft; bes. von Kleidern u. vom menschlichen Leibe; Eur. Tr. 496, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην χρόα πέπλων λακίσματα; VLL, erkl. ῥακώδης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυχηρός — ά, όν, Α 1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος 2. βασανιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. ηρός* (πρβλ. λυπ ηρός, τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
τρυχηρά — τρῡχηρά , τρυχηρός ragged neut nom/voc/acc pl τρῡχηρά̱ , τρυχηρός ragged fem nom/voc/acc dual τρῡχηρά̱ , τρυχηρός ragged fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυχηρόν — τρῡχηρόν , τρυχηρός ragged masc acc sg τρῡχηρόν , τρυχηρός ragged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
τρυχηρᾷ — τρῡχηρᾷ , τρυχηρός ragged fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)