- τρῡσί-βιος
τρῡσί-βιος, das Leben aufreibend, erschöpfend, es kärglich u. mühselig machend, Ar. Nubb. 420 γαστήρ; – bei Poll. 6, 27 Ggstz von ἁβροδίαιτος, kärglich lebend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρῡσί-βιος, das Leben aufreibend, erschöpfend, es kärglich u. mühselig machend, Ar. Nubb. 420 γαστήρ; – bei Poll. 6, 27 Ggstz von ἁβροδίαιτος, kärglich lebend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυσίβιος — ον, Α αυτός που κάνει τη ζωή κουραστική και δύσκολη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τρυσι (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + βιος (< βίος), πρβλ. σωσί βιος] … Dictionary of Greek