- τρῡσίππειον
τρῡσίππειον, τό, E. M. 771, 14, = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρῡσίππειον, τό, E. M. 771, 14, = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυσίππιον — και πιθ. τ. τρυσίππειον, τὸ, Α σημάδι που έκαναν με έγκαυμα στη γνάθο αλόγου που ήταν πια άχρηστο για δημόσια υπηρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τρυσι (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + ἵππος] … Dictionary of Greek