τρῡπανίζω

τρῡπανίζω

τρῡπανίζω, bohren, durchbohren, Hesych. τρυπάνῳ πλήττειν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρυπανίζω — ΝΑ [τρύπανον] ανοίγω οπές με τρυπάνι …   Dictionary of Greek

  • τρυπανίζω — τρυπάνισα, τρυπανίστηκα, τρυπανισμένος, ανοίγω τρύπα με τρύπανο, τρυπώ με τρυπάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυπανίζεται — τρυπανίζω bore through pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπάνισμα — το, Ν [τρυπανίζω] το αποτέλεσμα τού τρυπανίζω, τρυπανισμός …   Dictionary of Greek

  • τρυπάνιση — η, Ν [τρυπανίζω] διάνοιξη οπής με τρυπάνι, τρυπανισμός …   Dictionary of Greek

  • τρυπανισμός — ο, ΝΑ [τρυπανίζω] διάνοιξη οπής ή τρήματος με τρυπάνι, τρυπάνιση νεοελλ. ιατρ. εγχείρηση που συνίσταται στη διάνοιξη στομίου σε οστό το οποίο περιβάλλει οστική κοιλότητα, ανάτρηση …   Dictionary of Greek

  • τριβελίζω — τριβέλισα, τριβελίστηκα, τριβελισμένος 1. ανοίγω τρύπα με τριβέλι, τρυπανίζω: Τριβελίζει το ξύλο για να περάσει βίδα. 2. μτφ., γίνομαι ενοχλητικός, ενοχλώ την ακοή κάποιου: Μ αυτή την γκρίνια του το παλιόπαιδο με τριβελίζει μια ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”