τρῆμα

τρῆμα

τρῆμα, τό, das Durchbohrte, Loch, Oeffnung; Ar. Vesp. 141; Plat. Gorg. 494 b; Pol. 22, 11, 16 u. sonst; bes. die Löcher od. Punkte der Würfel, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρῆμα — perforation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρήμα — το / τρῆμα, ΝΜΑ οπή, τρύπα νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχήμα οπής («ωοειδές τρήμα») 2. φρ. «τρήματα βάσης κρανίου» τρήματα στην περιοχή τής βάσης τού κρανίου από τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται αγγεία και νεύρα… …   Dictionary of Greek

  • τρήμας — τρήμᾱς , τρήμη fem acc pl τρήμᾱς , τρήμη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυροειδής — Ιατρικός όρος που αναφέρεται σε διάφορα ανατομικά στοιχεία που έχουν σχέση με το θ. τρήμα του ανώνυμου oστού. Το θ. τρήμα, που ονομάζεται επίσης ηβοϊσχιακό τρήμα, βρίσκεται στο κατώτερο μέρος του ανώνυμου οστού και πιο συγκεκριμένα ακριβώς κάτω… …   Dictionary of Greek

  • μονοτρήματα — Μοναδική τάξη θηλαστικών χωρίς πλακούντα που αναπαράγονται με ωοτοκία. Στα ζώα αυτά, όπως και στα ερπετά και στα πουλιά, το πεπτικό έντερο και τα ουρογεννητικά όργανα εκβάλλουν σε μία κοινή κύστη, την αμάρα, που έχει ένα μόνο εξωτερικό άνοιγμα… …   Dictionary of Greek

  • οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

  • τρήματ' — τρή̱ματα , τρῆμα perforation neut nom/voc/acc pl τρή̱ματι , τρῆμα perforation neut dat sg τρή̱ματε , τρῆμα perforation neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Crema — Saltar a navegación, búsqueda El término crema hace referencia a: La diéresis, (del griego τρῆμα o τρημα, «perforación, orificio», tal vez influido por crema) un signo diacrítico consistente en dos puntos ( ¨ ). Crema, localidad italiana de la… …   Wikipedia Español

  • Diaeresis (diacritic) — Ä ä Ǟ ǟ Ë ë Ḧ ḧ Ï ï …   Wikipedia

  • βελονομαστοειδής — ές ανατ. φρ. «βελονομαστοειδές τρήμα» τρήμα ανάμεσα στη βελονοειδή και μαστοειδή απόφυση, μέσα από το οποίο περνά το προσωπικό νεύρο …   Dictionary of Greek

  • ρηγματώδης — ες / ῥηγματώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥῆγμα, ατος] 1. όμοιος με ρήγμα 2. αυτός που έχει ρήγματα («ρηγματώδης επιφάνεια») νεοελλ. φρ. «ρηγματώδη τρήματα» ανατ. οπές τής βάσης τού κρανίου μεταξύ λιθοειδούς και σφηνοειδούς οστού πρόσθιο ρηγματώδες τρήμα για τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”