τρώκτης

τρώκτης

τρώκτης, , Nager, Näscher; aber Od. 14, 289. 15, 415 heißen phönicische Kaufleute, die auf Gewinn ausgehen, τρῶκται, Schlucker, Schelme; von den Alten πανοῦργος, κακοῦργος, ἀπατεών, φιλοχρήματος erklärt; Einige nehmen es sogar als Eigennamen; Antiphan. 3 (IX, 409) sagt von dem Wucherer λιτὰ δὲ δειπνῶν λαϑροπόδας τρώκταις χερσὶ τίϑησι τόκους, mit gierigen Händen. – Ein Meerfisch mit scharfem Gebiß, = ἀμία, Ael. H. A. 1, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρώκτης — gnawer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώκτης — ο, ΝΜΑ, και ανώμαλος τ. θηλ. τρωκτίς, ίδος, Μ [τρώγω] αυτός που ροκανίζει κάτι νεοελλ. 1. καταχραστής 2. κερδοσκόπος μσν. τρώγλη αρχ. 1. θαλάσσιο ψάρι με κοφτερά δόντια, αμία*, γουφάρι 2. ως επίθ. άπληστος 3. μτφ. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και… …   Dictionary of Greek

  • τρωκτῆς — τρωκτός to be gnawed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρῶκται — τρώκτης gnawer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώκταις — τρώκτης gnawer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώκτην — τρώκτης gnawer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαροτρώκτης — μιαροτρώκτης, ὁ (Α) αυτός που τρώει μιαρές, ακάθαρτες τροφές, μιαροφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω) πρβλ. ξυλο τρώκτης, πτερνο τρώκτης] …   Dictionary of Greek

  • συκοτρώκτης — ὁ, Α συκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω), πρβλ. πτερνο τρώκτης] …   Dictionary of Greek

  • Μυοτρώκται — Μυοτρῶκται, οἱ (Α) μτγν. αυτοί που τρώνε ποντίκια, οι ποντικοφάγοι, ως ονομασία μιας ανθρώπινης φυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + τρώκτης(< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοτρώκτης — ξυλοτρώκτης, ὁ (Α) αυτός που τρώγει τα ξύλα («τερηδών» σκώληξ ξυλοτρώκτης», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. σχινο τρώκτης] …   Dictionary of Greek

  • πολυτρώκτης — ὁ, Α αυτός που τρώει πολύ, πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”