- προ-σχίζω
προ-σχίζω, vorher spalten, aufschneiden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-σχίζω, vorher spalten, aufschneiden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προεσχισμένῃ — πρό σχίζω split perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαναρρήγνυμι — Μ σχίζω κάτι προηγουμένως προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναρρήγνυμι «σχίζω, κάνω τομή»] … Dictionary of Greek
προανατέμνω — Α 1. ανοίγω προηγουμένως 2. σχίζω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνατέμνω «σχίζω, κατακόπτω, ανοίγω»] … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
προκατασχάζω — Α 1. εγχαράσσω 2. (για γιατρό) κόβω άρρωστο μέρος ή μέλος τού σώματος («ἐπὶ γαγγραινουμένων προκατασχασθέντων», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασχάζω «σχίζω με μαχαίρι, κάνω εντομή»] … Dictionary of Greek
προσκύλλω — Α 1. κακοποιώ ή ζημιώνω κάποιον από πριν 2. παθ. προσκύλλομαι (ιδίως για γυναίκες) διακορεύομαι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκύλλω «σπαράζω, σχίζω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek