- τρώξ
τρώξ, ὁ, gen. τρωγός, 1) der Nager, Fresser, bes. ein Wurm, der die Hülsenfrüchte ausfrißt, E. M., Strattis. – 2) = τρώγλη, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρώξ, ὁ, gen. τρωγός, 1) der Nager, Fresser, bes. ein Wurm, der die Hülsenfrüchte ausfrißt, E. M., Strattis. – 2) = τρώγλη, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρωξ — ο / τρώξ, ωγός, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. κοσμοπολίτικο κολεόπτερο έντομο που κατά το προνυμφικό στάδιο ανάπτυξής του τρέφεται με τρίχες και φτερά αρχ. 1. αυτός που τρώει, που ροκανίζει κάτι και, κυρίως, σκουλήκι τών οσπρίων 2. (κατά τον Ησύχ.) τρώγλη.… … Dictionary of Greek
θυλακοτρώξ — θυλακοτρώξ, ῶγος, ὁ (Α) 1. αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια 2. (κατά τον Ησύχ.) «μῡς οἱ δὲ ἀκρίς» ο ποντικός, κατ άλλους η ακρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, φυλλο τρώξ] … Dictionary of Greek
κυαμοτρώξ — κυαμοτρώξ, ῶγος, ὁ (Α) 1. αυτός που τρώγει κυάμους 2. αυτός που ψηφίζει όποιον τού δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (<… … Dictionary of Greek
φιλότρωξ — ωγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει να τρώει πολύ ή συχνά, λιχούδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τρωξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, σχινο τρώξ] … Dictionary of Greek
φυλλοτρώξ — ῶγος, ὁ, Α αυτός που τρώει χορταρικά, φυτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, σχινο τρώξ] … Dictionary of Greek
τρωξάρτης — ου και επικ. τ. γεν. αο, ὁ, Α (ως χαρακτηρισμός ποντικού) αυτός που ροκανίζει το ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωξ τού τρώγω* (πρβλ. μέλλ. τρώξ ομαι) + ἄρτος] … Dictionary of Greek
τρωξαλλίδα — η / τρωξαλλίς, ίδος, ΝΑ είδος ακρίδας που, κατά την αρχαία παράδοση, έτρωγε τα λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωξ τού ρ. τρώγω* (πρβλ. μέλλ. τρώξ ομαι) + υποκορ. κατάλ. αλλίς (πρβλ. πυρ αλλίς)] … Dictionary of Greek
τρώξανον — τὸ, Α 1. σκληρό ή λεπτό τεμάχιο ξύλου μικρού μεγέθους 2. τραύξανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωξ τού τρώγω* (πρβλ. μέλλ. τρώξ ομαι) + επίθημα ανο ν (πρβλ. λείψ ανον, όψ ανον)] … Dictionary of Greek
κατατρωξείω — (Μ) επιθυμώ να κατατρώγω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατατρωξ τού κατατρώγω (πρβλ. μέλλ. κατα τρώξ ομαι + κατάλ. εφετικών ρημάτων είω (πρβλ. γελασ είω)] … Dictionary of Greek
πρώξ — ωκός, ἡ, Α 1. σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα 2. στον πληθ. αἱ πρῶκες οι σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρώξ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *pr (πρβλ. πρόξ) τής ρίζας *perk «μελανόστικτος, παρδαλός» (για τη σημ. τής ρίζας βλ. λ. περκνός) με φωνηεντισμό … Dictionary of Greek
σχινοτρώκτης — ου και δωρ. τ. σχινοτρώκτας και, κατά το λεξ. Σούδα, σχινοτρώξ, ῶγος, ὁ, Α αυτός που μασά μαστίχα προκειμένου να λευκάνει τα δόντια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + τρώκλης / τρώξ (< τρώγω), πρβλ. πτερνο τρώκτης, φυλλοτρώξ] … Dictionary of Greek