- τρᾱχύ-δερμος
τρᾱχύ-δερμος, = Folgdm; Arist. bei Ath. VII, 305 e; Tzetz. ad Lycophr. 340.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρᾱχύ-δερμος, = Folgdm; Arist. bei Ath. VII, 305 e; Tzetz. ad Lycophr. 340.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραχύδερμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τραχύ, σκληρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος, σκληρό δερμος] … Dictionary of Greek