- τρᾱχωνίτης
τρᾱχωνίτης, ὁ, fem. τραχωνῖτις, = τραχύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρᾱχωνίτης, ὁ, fem. τραχωνῖτις, = τραχύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Τραχωνίτης — ο, θηλ. Τραχωνῑτις ίτιδος, Α 1. ο κάτοικος τής Τραχωνίτιδος Χώρας 2. φρ. «Τραχωνῑτις Χώρα» χώρα τής Παλαιστίνης, ένας από τους έξι νομούς τής ανατολικής Ιορδανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Τράχων (βλ. λ. τραχών) + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ.… … Dictionary of Greek