- τρᾱχυ-δέρμων
τρᾱχυ-δέρμων, ονος, mit hartem Felle, Epicharm. bei Ath. VII, 286 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρᾱχυ-δέρμων, ονος, mit hartem Felle, Epicharm. bei Ath. VII, 286 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλοδέρμων — ον, Α αυτός που έχει παρδαλό δέρμα, αιολόδερμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δέρμων (< δέρμα), πρβλ. τραχυ δέρμων] … Dictionary of Greek