- τρί-λοβος
τρί-λοβος, dreilappig, dreihülsig, καρδία, Ath. IX, 392 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-λοβος, dreilappig, dreihülsig, καρδία, Ath. IX, 392 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίλοβος — η, ο / τρίλοβος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τρεις λοβούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λοβός] … Dictionary of Greek
λεβηρίς — (I) λεβηρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. δέρμα φιδιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ λέπος τοῡ κυάμου». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *λέβος (παρλλ. τ. τού λοβός) + ηρίς (πρβλ. ἔτος: τρι ετ ηρίς, επ ετ ηρίς)]. (II) λεβηρίς, ίδος, ἡ (Α) κουνέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ.… … Dictionary of Greek