τρί-λοφος

τρί-λοφος

τρί-λοφος, mit drei Helmbüschen, übh. mit drei Erhöhungen, Spitzen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρίλοφος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.) του νομού Πιερίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (27 τ. χλμ.). * * * ον, Α 1. (για περικεφαλαία) αυτός που έχει τρία λοφία 2. αυτός που έχει τρεις κορυφές ή άκρες («Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην»,… …   Dictionary of Greek

  • τρικόλωνος — ον, Α αυτός που έχει τρεις λόφους ή τρεις κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κολωνός «ύψωμα, λόφος, κορυφή» (πρβλ. ὑψι κόλωνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”