- τρί-λεκτος
τρί-λεκτος, Erkl. von τρίφατος, Schol. Ar. Thesm. 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-λεκτος, Erkl. von τρίφατος, Schol. Ar. Thesm. 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετράλεκτος — ον, Μ αυτός που επαναλαμβάνεται τέσσερεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + λεκτός (< λέγω), πρβλ. τρί λεκτος] … Dictionary of Greek
τρίλεκτος — ον, Α αυτός που έχει λεχθεί τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λεκτός (< λέγω), πρβλ. δύσ λεκτος] … Dictionary of Greek
τριλέξιον — τὸ, Μ είδος άσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λέξιον (< λεκτῶ < λεκτος < λέγω)] … Dictionary of Greek